- αμυλοποιός
- ο рабочий крахмального завода
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αμυλοποιός — ο παρασκευαστής αμύλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < άμυλο + ποιός < ποιώ. ΠΑΡ. αμυλοποιείο, αμυλοποιός] … Dictionary of Greek
αμυλοποιείο — το [αμυλοποιός] εργοστάσιο παρασκευής αμύλου … Dictionary of Greek
αμυλοποιώ — ( έω) [αμυλοποιός] παρασκευάζω άμυλο … Dictionary of Greek